- σμιχτός
- -ή, -ό, Ν [σμίγω]1. ανάμικτος, ανακατεμένος2. (για τα φρύδια) ενωμένος στο πάνω μέρος τής μύτης («κι οι παντρεμένες ξενυχτάν για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια», Γρυπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμιχτοφρύδης — α, ύδικο, Ν αυτός που έχει τα φρύδια ενωμένα στο πάνω μέρος τής μύτης, αυτός που έχει σμιχτά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμιχτός + φρύδι (πρβλ. μαυρο φρύδης)] … Dictionary of Greek
σύσμιχτος — η, ο, Ν [σμιχτός] ο εντελώς αναμεμιγμένος … Dictionary of Greek